- σταλαματιά
- η, Νβλ. σταλαγματιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταλαγματιά — και σταλαματιά, η, Ν [στάλαγμα] 1. σταγόνα 2. παροιμ. α) «σταλαματιά σταλαματιά ως και το μάρμαρο τρυπά» η επίμονη προσπάθεια, έστω και με περιορισμένα μέσα, είναι αποτελεσματική β) «σταλαματιά σταλαματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά» η φειδώ, η… … Dictionary of Greek
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek
σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… … Dictionary of Greek
στάλαγμα — το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν [σταλάζω] σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.) νεοελλ. 1. ροή σταγόνων, σταλαγμός 2. υδρορρόη … Dictionary of Greek
σταγόνα — η 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταλαματιά: Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν το τζάμι του παράθυρου. 2. μτφ., μικρή ποσότητα, ασήμαντο γεγονός; Δεν έμεινε σταγόνα. – Σταγόνα στον ωκεανό. 3. πληθ. σταγόνες, οι είδος κοσμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)